επίπληξη — η (Α ἐπίπληξις) [επιπλήσσω] αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα νεοελλ. έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους αρχ. 1. χτύπημα 2. τιμωρία, ποινή … Dictionary of Greek
επίπληξη — η 1. αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, το μάλωμα, η κατσάδα, το κατσάδιασμα. 2. η κατώτερη από τις ποινές που επιβάλλεται από κάποια αρχή προς τους υφισταμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλεγξη — η (AM ἔλεγξις) 1. έλεγχος, επίπληξη 2. αποκάλυψη παραπτώματος αρχ. καταδίκη … Dictionary of Greek
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
ένιγμα — ἔνιγμα, το (Α) [ενίσσω] μομφή, επίπληξη, επιτίμηση … Dictionary of Greek
αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… … Dictionary of Greek
αθιβολή — και ανθιβολή, η 1. αμφιβολία «πάντα ν’ ο φίλος του κοντά κι αθιβολές τού φέρνει» (Ερωτόκριτος Α, 1349) 2. αντίρρηση, φιλονικία παροιμ. «σε καΐκι και σε σπίτι η αθιβολή δε λείπει» 3. ομιλία, συζήτηση «Τις τό λεγε μ’ ευλάβεια και τις με γέλιο πάλι … Dictionary of Greek
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αμεμφία — ἀμεμφία, η (Α) [ἀμεμφής] (διορθώνεται σε ἀμεμφεία) 1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος 2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη … Dictionary of Greek
ανεπίπληκτος — ἀνεπίπληκτος, ον (Α) 1. μη υποκείμενος σε κατάκριση ή επίπληξη 2. ακόλαστος, χυδαίος 3. εκείνος που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει … Dictionary of Greek